Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η έκλειψη

  • 1 затмение

    затмение с η έκλειψη солнечное (лунное) \затмение η έκλειψη ηλίου (σελήνης)
    * * *
    с
    η έκλειψη

    со́лнечное (лу́нное) затме́ние — η έκλειψη ηλίου (σελήνης)

    Русско-греческий словарь > затмение

  • 2 затмение

    ουδ.
    έκλειψη•

    затмение луны έκλειψη σελήνης•

    полное затмение ολική έκλειψη•

    частное μερική έκλειψη.

    || διάλειψη, σκοτοδίνη•

    на меня часто находит затмение ταχτικά με πιάνει σκοτοδίνη.

    Большой русско-греческий словарь > затмение

  • 3 лунный

    лунный: \лунныйое затмение η έκλειψη σελήνης· \лунныйая ночь η φεγγαρόλουστη νύχτα
    * * *

    лу́нное затме́ние — η έκλειψη σελήνης

    лу́нная ночь — η φεγγαρόλουστη νύχτα

    Русско-греческий словарь > лунный

  • 4 затмение

    затм||ение
    с
    1. астр. ἡ ἔκλειψη [-ις]:
    солнечное \затмение ἡ ἐκλειψη ἡλίου·
    2. перен ἡ σκοτοδίνη:
    на него нашло \затмение ἔπαθε σκοτοδίνη.

    Русско-новогреческий словарь > затмение

  • 5 затмение

    астр. η έκλειψη, лунное - της Σελήνης, полное - ολική -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затмение

  • 6 исчезновение

    η έκλειψη, η εξαφάνιση
    - магнитного поля - του μαγνητικού πεδίου.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исчезновение

  • 7 луна

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > луна

  • 8 исчезиовение

    исчез||иовение
    с ἡ ἐκλειψη [-ις], ἡ ἐξαφάνιση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > исчезиовение

  • 9 частичный

    част||и́чный
    прил μερικός, τμηματικός:
    \частичныйи́чный успех ἡ μερική ἐπιτυχία· \частичныйи́ч-ная мобилизация ἡ μερική ἐπιστράτευση, ἡ μερική κινητοποίηση· \частичныйи́чное затмение астр. ἡ μερική ἔκλειψη [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > частичный

  • 10 затмение

    [ζατμιένιιε] ουσ. ο. έκλειψη ηλίου πλημμυρίζω

    Русско-греческий новый словарь > затмение

  • 11 затмение

    [ζατμιένιιε] ουσ ο έκλειψη ηλίου πλημμυρίζω

    Русско-эллинский словарь > затмение

  • 12 исчезание

    ουδ.
    εξαφάνιση, έκλειψη. || απαρατήρητη φυγή, αποχώρηση.

    Большой русско-греческий словарь > исчезание

  • 13 луна

    -ы, πλθ. луны θ.
    1. φεγγάρι, σελήνη•

    затмение -ы έκλειψη σελήνης•

    полная луна πανσέληνος•

    первая четверть -ы το πρώτο τέταρτο της σελήνης•

    последняя четверть -ы το τελευταίο τέταρτο της σελήνης•

    при свете -ы κάτω από το φως του φεγγαριού•

    ущерб -ы φθίση της σελήνης•

    фазы -ы φάσεις της σελήνης•

    луна взошла το φεγγάρι βγήκε (ανέτειλε-)•

    2. (αστρν.) δορυφόρος.

    Большой русско-греческий словарь > луна

  • 14 наблюдать

    ρ.δ.
    1. παρατηρώ, βλέπω, κοιτάζω, παρακολουθώ•

    наблюдать как играют дети βλέπω πως παίζουν τα παιδιά•

    наблюдать течение звзд παρατηρώ την κίνηση των αστεριών•

    наблюдать затмение луны παρατηρώ την έκλειψη του φεγγαριού•

    наблюдать ход событий παρακολουθώ την πορεία των γεγονότων•

    врач -ет больного ο γιατρός παρακολουθεί τον άρρωστο.

    2. ερευνώ, σπουδάζω•

    -жизнь животных παρακολουθώ τηζωή των ζώων.

    || πηγαίνω στ αχνάρια, παρακολουθώ τις κινήσεις.
    3. επιβλέπω, παρατηρώ•

    наблюдать за порядком επιβλέπω την τάξη•

    наблюдать за ребнком επιβλέπω το παιδάκι.

    4. τηρώ, ακολουθώ κάτι πιστά.
    παρατηρούμαι, συναντιέμαι, έχω τα ίδια γνωρίσματα. || φανερώνομαι, εμφανίζομαι, σημειώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > наблюдать

  • 15 полный

    επ., βρ: полон κ. παλ. полон, полна, полно.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλήρης, γεμάτος, μεστός•

    полный стакан воды γεμάτο ποτήρι, νερό•

    стакан полный водой ποτήρι, γεμάτο με νερό•

    все уличы -ы народом όλοι, οι δρόμοι είναι γεμάτοι λαό•

    полный карман деньги ή деньгами γεμάτη τσέπη χρήματα•

    глаза -ые слёз μάτια γεμάτα δάκρυα•

    взгляд полный ненависти ματιά γεμάτη μίσος•

    он полный мечтаний αυτός είναι όλος όνειρα•

    человек полный надежд άνθρωπος όλο ελπίδες•

    -ая победа ολοκληρωτική νίκη•

    -ое разоружение πλήρης αφοπλισμός•

    развить -ую скорость αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.

    2. συνεπαρμένος, κυριευμένος, κατειλημμένος.
    3. απεριόριστος, απόλυτος•

    -ая власть πλήρης εξουσία•

    -ая свобода πλήρης ελευθερία.

    4. ολόκληρος•

    полный рабочий день ολόκληρη εργατική μέρα•

    полный метр ολόκληρο μέτρο•, ему -ые сорок лет αυτός έχει γεμάτα τα σαράντα (χρόνια)•

    -ое собрание Пушкина τα άπαντα του Πούσκιν.

    || αρκετά μεγάλος, πολύς•

    были уже -ые сумерки είχε σουρουπώσει πια για τα καλά.

    || όλος, ολικός•

    петь -ым голосом τραγουδώ με όλη τη δύναμη της φωνής•

    -ое затмение луны ολική έκλειψη της σελήνης.

    5. χοντρός, γεμάτος, μεστός• παχύς•

    -ая женщина γεμάτη γυναίκα.

    εκφρ.
    - ая вода – το υψηλότερο σημείο της στάθμης της θάλασσας•
    полный генерал – αντιστράτηγος•
    полный адмирал – ναύαρχος•
    - ые прилагательные – πλήρη επίθετα (σε αντίθεση με τα βραχέα)•
    - ая чаша – σπίτι πλούσιο, με όλα τα καλά (αγαθά)•
    -ым голосом (сказать, заявитьκ.τ.τ.) ανοιχτά, βροντόφωνα (λέγω, δηλώνω)•
    полным-голом – υπερπλήρης, κατάκορος, καταγεμάτος.

    Большой русско-греческий словарь > полный

  • 16 положение

    ουδ.
    1. θέση•

    географическое положение η γεωγραφική θέση•

    положение луны при затемнении солнца η θέ.ση του φεγγαριού κατά την έκλειψη του ήλιου.

    || διάταξη•

    положение пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυ,λων στο παίξιμο της κιθάρας.

    || στάση•

    заснул он в сидячем -и αποκοιμήθηκε καθιστός•

    положение корпуса при метании копья η στάση του σώματος κατά τη ρίψη του ακοντίου.

    || κατάταξη•

    его социальное положение неплохое η κοινωνική του θέση δεν είναι και άσχημη.

    || πόζα.
    2. κατάσταση• περίσταση•

    положение дел η κατάσταση πραγμάτων•

    находиться в затруднительном -и βρίσκομαι σε δυσχερή θέση•

    перейти на нелегальное положение περνώ σε κατάσταση παρανομίας•

    безнаджное положение больного απελπιστική κατάσταση του άρρωστου•

    сложное положение вещей περίπλοκη κατάσταση πραγμάτων•

    се-миное положение οικογενειακή κατάσταση•

    международное положение η διεθνής κατάσταση•

    осадное положение η κατάσταση πολιορκίας•

    чрезвычайное положение в стране έκτακτη κατάσταση στη χώρα•

    безвыходное, положение το αδιέξοδο.

    3. κανονισμός• κώδικας•

    положение о выборах ο κώδικας εκλογών.

    4. άποψη αποκρυσταλλωμένη, απαρέγκλιτη•

    -я диалектического материализма θέσεις του διαλεκτικού υλισμού.

    εκφρ.
    хозяин ή господин -я – κυρίαρχος•
    в интересном -и – σε ενδιαφέρουσα κατάσταση (για έγκυα).

    Большой русско-греческий словарь > положение

  • 17 солнечный

    επ.
    1. ηλιακός•

    -ая погода ηλιοφάνεια•

    -ая система ηλιακό σύστημα•

    солнечный свет ηλιακό φως•

    -ая энергия ηλιακή ενέργεια•

    -се затемнение έκλειψη του ήλιου•

    -ые ванны ηλιόλουτρο.

    2. ευήλιος, ηλιόλουστος, ηλιοστά-λακτος, ηλιοφώτιστός•

    -ая комната ευήλιο δωμάτιο•

    солнечный день ηλιόλουστη μέρα.

    3. μτφ. εύ-χαρος, πρόσχαρος, ευφρόσυνος, άσμενος.
    εκφρ.
    солнечный удар – ηλίαση, ηλιοπληξία, σειρίαση•
    - ые часы – το ηλιακό ωρολόγι•
    - ое сплетение – το ηλιακό πλέγμα•
    - ая погода – καιρός αίθριος, με ηλιοφάνεια.

    Большой русско-греческий словарь > солнечный

  • 18 солнце

    α.
    ο ήλιος•

    вращение земли вокруг солнца περιστροφή της γης γύρω από τον ήλιο•

    восход солнца ανατολή του ήλιου•

    заход -а δύση του ήλιου•

    затмение -а έκλειψη του ήλιου•

    сушить на солнце ξηραίνω στον ήλιο•

    греться на солнце ζεσταίνομαι στον ήλιο, λιάζομαι.

    εκφρ.
    до -а – πριν την ανατολή του ήλιου,πριν να βγε ι (ανατε ίλει) ο ήλιος•
    идти по -у – πηγαίνω (παροσανατολίζομαι) με τον ήλιο.

    Большой русско-греческий словарь > солнце

  • 19 частичный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    μερικός• τμηματικός•

    частичный успех μερική επιτυχία-частичныйое затмение μερική έκλειψη•

    -ая мобилизация τμηματική επιστράτευση.

    || μοριακός•

    Большой русско-греческий словарь > частичный

См. также в других словарях:

  • έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… …   Dictionary of Greek

  • έκλειψη — η 1. ανυπαρξία, έλλειψη, εξαφάνιση. 2. (αστρον.), το φαινόμενο της παροδικής μερικής ή ολικής απόκρυψης του δίσκου του Ήλιου, που οφείλεται στην παρεμβολή της Σελήνης μεταξύ του Ήλιου και της Γης, ή του δίσκου της Σελήνης, που οφείλεται στην… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκλείψῃ — ἐκλείψηι , ἔκλειψις abandonment fem dat sg (epic) ἐκλείπω leave out fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκλειπτικός — ή, ό (Α ἐκλειπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έκλειψη νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η εκλειπτική ο μέγιστος κύκλος τής ουράνιας σφαίρας τον οποίο διαγράφει η γη κατά την περιφορά της γύρω από τον ήλιο αρχ. 1. αυτός που προκλήθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλιοειδής — ( ούς), ές 1. αυτός που έχει σχήμα δακτυλίου 2. ανατ. «δακτυλιοειδής χόνδρος» ο κατώτερος από αυτούς που αποτελούν τον σκελετό τού λάρυγγα 3. αστρον. «δακτυλιοειδής έκλειψη ηλίου» ηλιακή έκλειψη κατά την οποία ο μαύρος δίσκος τής Σελήνης δεν… …   Dictionary of Greek

  • σεληνιακός — ή, ό / σεληνιακός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σελήνη («σεληνιακό φως») νεοελλ. αρχ. (φρ) «σεληνιακός μήνας [ή μήν]» το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε μία πλήρη περιστροφή τής Σελήνης γύρω από την Γη νεοελλ. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • Θαλής ο Μιλήσιος — (τέλη 7ου – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Φιλόσοφος και μαθηματικός. Θεωρείται ο ιδρυτής της ιωνικής σχολής ή της σχολής της Μιλήτου, διότι έθεσε πρώτος το πρόβλημα της γενικής αρχής όλων των πραγμάτων, που για τον ίδιο ήταν το υγρό στοιχείο. Ως… …   Dictionary of Greek

  • εκλειπτικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην έκλειψη ή την εκλειπτική (βλ. λλ.): Εκλειπτικός μήνας. 2. το αρσ. ως ουσ., εκλειπτικός (ενν. κύκλος), ο κύκλος που στο επίπεδό του πρέπει να συμπέσουν Ήλιος και Σελήνη για να γίνει έκλειψη, ο ηλιακός κύκλος. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Eclipse — (englisch für „Finsternis, Verdunkelung“, aus altgriechisch ἔκλειψη) steht für Begriffe aus folgenden Bereichen: Musik The Dark Side of the Moon, Album von Pink Floyd (Arbeitstitel des Albums und ein Musikstück darauf) Eclipse (Yngwie Malmsteen… …   Deutsch Wikipedia

  • Ekliptik — mit vier Sonnenörtern und Himmelskoordinaten Die Bahnebenen aller Planeten sind nur relati …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»